- πυκνοκατοικούμαι
- быть густонаселённым
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πυκνοκατοικούμαι — έομαι, Ν 1. (για περιοχή) έχω πολύ πληθυσμό αναλογικά με την έκταση μου 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) πυκνοκατοικημένος, η, ο αυτός που έχει πυκνό πληθυσμό, πυκνοκατοίκητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνά + κατοικούμαι] … Dictionary of Greek
πυκνοκατοικούμαι — ποικνοκατοικήθηκα, πυκνοκατοικημένος, έχω πολύ πληθυσμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταπολίζω — (Μ) 1. κτίζω πολλές πόλεις, γεμίζω με πόλεις 2. παθ. καταπολίζομαι (για χώρα) πυκνοκατοικούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πολίζω «κτίζω πόλη» (< πόλις)] … Dictionary of Greek
πυκνοκατοίκητος — η, ο, Ν πυκνοκατοικημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνοκατοικούμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις] … Dictionary of Greek
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek